- εταιριάζω
- ἑταιριάζω (Μ) [εταίρος]μέσ. ἑταιριάζομαιγίνομαι φίλος ή σύντροφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εταιριαστής — ἑταιριαστὴς και ἑταιριστής, ὁ (Μ) [εταιριάζω] στον πληθ. ἑταιριασταί επίθ. που δόθηκε στους χριστιανούς και τους μωαμεθανούς («ὅτι ἑταῑρον Θεῷ προήγαγον, λέγοντες εἶναι τὸν Χριστὸν υἱὸν τοῡ θεοῡ», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek